πεισματάρης, -α, -ικο

πεισματάρης, -α, -ικο
αυτός που έχει πείσμα, ισχυρογνώμονας, κεφάλι αγύριστο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πεισματάρης — α, ικο, θηλ. και πεισματάρισσα αυτός που έχει πολύ πείσμα, πείσμονας, ισχυρογνώμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πείσμα (Ι), ατος + κατάλ. άρης (πρβλ. νοικ άρης)] …   Dictionary of Greek

  • καπριτσιόζος, -α, -ικο — και καπριτσόζος, α, ικο πεισματάρης, ιδιότροπος: Είναι καπριτσιόζα και ναζιάρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αιρεσιάρης — και ρεσιάρης, α, ικο [αίρεση] ιδιότροπος, κακότροπος, πεισματάρης …   Dictionary of Greek

  • γνωμιάρης — α, ικο [γνώμη] 1. ισχυρογνώμονας, πεισματάρης 2. ευέξαπτος …   Dictionary of Greek

  • καπριτσ(ι)όζος — α, ικο ο καπριτσιόζικος, ο πεισματάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. capriccioso < capra «κατσίκι, τρελοκάτσικο»] …   Dictionary of Greek

  • σκιαζάρης — και σκιαζούρης, α, ικο, Ν φοβιτσιάρης, δειλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκιάζω «φοβίζω» + κατάλ. άρης / ούρης (πρβλ. καψ ούρης, πεισματάρης)] …   Dictionary of Greek

  • θεληματάρης — ο θηλ. α ουδ. ικο 1. αυτός που κάνει θελήματα (μικροπαραγγελίες), ο πρόθυμος και ικανός για μικροθελήματα. 2. που έχει αλύγιστη θέληση, πεισματάρης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”